ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… … Dictionary of Greek
ραγδαίος — α, ο / ῥαγδαῑος, α, ον, ΝΜΑ αυτός που γίνεται, εκδηλώνεται ή επέρχεται με σφοδρότητα και σε μεγάλη ποσότητα, σφοδρός, ορμητικός, ισχυρός, καταρρακτώδης (α. «ραγδαία βροχή» β. «ῥαγδαῑον ὕδωρ», Αριστοτ.) νεοελλ. συνεκδ. 1. αυτός που συμβαίνει… … Dictionary of Greek
u̯rēĝ-, u̯rōĝ-, u̯rǝĝ- (*su̯rēĝ-) — u̯rēĝ , u̯rōĝ , u̯rǝĝ (*su̯rēĝ ) English meaning: to break Deutsche Übersetzung: “brechen” Material: Arm. ergic uc̣anem (*u̯rēĝ ) “ῥήγνυμι”; Gk. ῥήγνῡμι (and ῥήσσω) “break” (Aor. pass. ἐρράγην, perf. ἔρρωγα, herakl.… … Proto-Indo-European etymological dictionary